- συμπληρωματικός
- [симплиромагикос] εκ. дополнительный, добавочный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
συμπληρωματικός — ή, ό / συμπληρωματικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμπλήρωμα, ατος] αυτός που συντελεί ώστε να συμπληρωθεί κάτι (α. «συμπληρωματικές διατάξεις τού νόμου» β. «συμπληρωματικές επεξηγήσεις» γ. «αἱ συμπληρωματικαὶ τοῡ σώματος ποιότητες», Γρηγ. Νύσσ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
συμπληρωματικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που χρησιμεύει για συμπλήρωση ή αυτός που αποτελεί συμπλήρωμα: Προστέθηκαν στο νόμο συμπληρωματικές διατάξεις. – Δύο εφεξής γωνίες που το άθροισμά τους είναι ίσο με μια ορθή ονομάζονται συμπληρωματικές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Большая советская энциклопедия — Эта статья об энциклопедии; об издательстве см.: Большая Российская энциклопедия (издательство)#История. У этого термина существуют и другие значения, см. БСЭ (значения). Большая советская энциклопедия (в выходных сведениях Большая Советская… … Википедия
10-я византийская малая хроника — 10 я византийская малая хроника выписки из некой, в настоящее время утерянной, рукописи. Названа по изданию П. Шрайнера, где эта хроника приведена под номером 10. Сохранилась в виде пометок на рукописи XII в.[1][2] Содержит 11 заметок,… … Википедия
αναπληρωματικός — ή, ό (Α ἀναπληρωματικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή ο προοριζόμενος για αναπλήρωση, δηλ. για συμπλήρωση ελλείψεων, ο συμπληρωματικός ή ο κατάλληλος για αντικατάσταση άλλου … Dictionary of Greek
αναπληστικός — ἀναπληστικός, ή, όν (Α) [ἀναπίμπλημι] 1. ο κατάλληλος για αναπλήρωση, συμπληρωματικός 2. αυτός που παίρνει το σχήμα τού δοχείου που γεμίζει, υγρός, ρευστός … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
επίμολος — ἐπίμολος, ὁ (Α) επιδρομέας («κάκ’ ἐκτρέποντες εἰς ἐπιμόλους», Αισχύλ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μολος (< έ μολ ον, συμπληρωματικός αόρ. β’ τού βλώσκω «ἐρχομαι»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτό μολος)] … Dictionary of Greek
μετέκθεσις — μετέκθεσις, ἡ (Α) συμπληρωματικός κατάλογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔκθεσις] … Dictionary of Greek
μετακαυστήρας — ο (μηχανολ.) συμπληρωματικός θάλαμος καύσης διαμορφωμένος στο οπίσθιο τμήμα στροβιλοαντιδραστήρα και πριν από το ακροφύσιο εξόδου τών καυσαερίων, ο οποίος χρησιμεύει για την αύξηση τής ωστικής ισχύος τού αντιδραστήρα … Dictionary of Greek
παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek